- συνοικήσουσα
- συνοικέωdwellfut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)συνοικέωdwellfut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… … Dictionary of Greek